- υποδιαιρώ
- υποδιαιρώ, υποδιαίρεσα βλ. πίν. 76
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υποδιαιρώ — ὑποδιαιρῶ, έω, ΝΑ διαιρώ τμήμα ή τμήματα ενός όλου σε μικρότερα μέρη νεοελλ. 1. (γενικά) διαιρώ, διαχωρίζω 2. (μέσ. και παθ.) υποδιαιρούμαι χωρίζομαι σε μικρότερα τμήματα ή απαρτίζομαι από μικρότερα μέρη (α. «το γένος υποδιαιρείται σε είδη» β. «ο … Dictionary of Greek
υποδιαιρώ — υποδιαίρεσα, υποδιαιρέθηκα, υποδιαιρεμένος 1. διαιρώ τμήμα ή τμήματα σε ακόμη μικρότερα μέρη: Υποδιαιρώ μέτρο σε εκατοστά. 2. διαιρώ, διαχωρίζω: Υποδιαιρώ την τρίτη τάξη του σχολείου σε τρία τμήματα. 3. το μέσ. και παθ., υποδιαιρούμαι χωρίζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
επιλεπτύνω — (Α ἐπιλεπτύνω) [επίλεπτος] νεοελλ. κάνω κάτι πιο λεπτό αρχ. 1. ψιλοκοσκινίζω 2. αλείφω ελαφρά την επιφάνεια 3. υποδιαιρώ … Dictionary of Greek
υποδιαίρεμα — έματος, τὸ, Μ [ὑποδιαιρῶ] 1. η μικρότερη διαίρεση 2. αυτό που έχει υποδιαιρεθεί … Dictionary of Greek
υποδιαίρεση — η / ὑποδιαίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποδιαιρῶ] η διαίρεση τμήματος ή τμημάτων σε μικρότερα μέρη νεοελλ. 1. η παραπέρα διαίρεση ενός μέλους μιας πρώτης διαίρεσης στα είδη του («τα θηλαστικά αποτελούν υποδιαίρεση τής ευρύτερης κατηγορίας τών… … Dictionary of Greek
υποδιακρίνω — Α [διακρίνω] υποδιαιρώ … Dictionary of Greek
υπομερίζω — Α υποδιαιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μερίζω «χωρίζω, διανέμω»] … Dictionary of Greek
υπομετρώ — έω, Α [μετρῶ] υποδιαιρώ ή μετρώ κατά προσέγγιση … Dictionary of Greek